ἁρμός

ἁρμός
ἁρμός, οῦ, ὁ (s. ἁρμόζω; Soph., X. et al.; SIG 970, 9; 972, 106; Sir 27:2; ApcSed 11:8 p. 134, 21 Ja; EpArist 71; Jos., Ant. 1, 78 v.l.) joint (schol. on Nicander, Ther. 781; 4 Macc 10:5; TestZeb 2:5) Hb 4:12.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἁρμός — joint masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμός — ο (AM ἁρμός) 1. η συναρμογή δύο αντικειμένων 2. η άρθρωση ή η κλείδωση των οστών νεοελλ. 1. ρωγμή, χαραμάδα 2. κορυφή βουνού ή λόφου αρχ. το μάνταλο της θύρας …   Dictionary of Greek

  • αρμός — ο 1. σημείο σύνδεσης ή συναρμογής, άρθρωση, κλείδωση. 2. η γραμμή που σχηματίζεται στα σημεία συναρμογής, η σχισμή, το κενό: Οι αρμοί στις πέτρες του τοίχου φαίνονται μεγάλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁρμοῖς — ἁρμός joint masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοῖσι — ἁρμός joint masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοῖσιν — ἁρμός joint masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοί — ἁρμός joint masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοῦ — ἁρμός joint masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμούς — ἁρμός joint masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμῷ — ἁρμός joint masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμόν — ἁρμός joint masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”